Ελληνικά » Γερμανικά

κενό [cɛˈnɔ] SUBST ουδ

1. κενό (κενό σημείο, έλλειψη γνώσεων):

κενό
Lücke θηλ
ενεργειακό κενό ΤΕΧΝΟΛ
Energielücke θηλ
Rechtslücke θηλ

2. κενό (χάσμα, έλλειψη επιθυμητού πράγματος, αγαπημένου ανθρώπου):

κενό
Leere θηλ
πέφτω στο κενό

3. κενό ΦΥΣ (χώρος χωρίς αέρα):

κενό
Vakuum ουδ
υψηλό κενό
Hochvakuum ουδ
Vakuumtechnik θηλ

4. κενό ΑΕΡΟ:

κενό αέρος
Luftloch ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский