Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για διστακτικός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διστακτικ|ός [ðistaktiˈkɔs], δισταχτικ|ός [ðistaxtiˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

1. διστακτικός (αναποφάσιστος):

διστακτικός
είναι ακόμα διστακτικός

2. διστακτικός (φωνή, τρόπος):

διστακτικός

Παραδειγματικές φράσεις με διστακτικός

είναι ακόμα διστακτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский