Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για διαστρεβλώνω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαστρεβλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiastrɛˈvlɔnɔ] VERB μεταβ (λόγια, αλήθεια κτλ)

διαστρεβλώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский