Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για εύθραστος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εύθραυστ|ος <-η, -ο> [ˈɛfθrafstɔs] ΕΠΊΘ

1. εύθραυστος (γενικά):

2. εύθραυστος (νύχια):

εύθρυπτ|ος <-η, -ο> [ˈɛfθriptɔs] ΕΠΊΘ

άβραστ|ος <-η, -ο> [ˈavrastɔs] ΕΠΊΘ

αγέραστ|ος <-η, -ο> [aˈjɛrastɔs] ΕΠΊΘ

ακέραστ|ος <-η, -ο> [aˈcɛrastɔs] ΕΠΊΘ

ανέραστ|ος <-η, -ο> [aˈnɛrastɔs] ΕΠΊΘ

απέραστ|ος <-η, -ο> [aˈpɛrastɔs] ΕΠΊΘ

1. απέραστος (εμπόδιο):

2. απέραστος (δρόμος):

3. απέραστος (σε κατάλογο):

4. απέραστος (άνθρωπος):

αξεπέραστ|ος <-η, -ο> [aksɛˈpɛrastɔs] ΕΠΊΘ

1. αξεπέραστος (εμπόδιο, δυσκολία):

2. αξεπέραστος (σε ομορφιά, εξυπνάδα):

νερόβραστ|ος <-η, -ο> [nɛˈrɔvrastɔs] ΕΠΊΘ

1. νερόβραστος:

2. νερόβραστος μτφ:

ξεκούραστ|ος <-η, -ο> [ksɛˈkurastɔs] ΕΠΊΘ

ακούραστ|ος <-η, -ο> [aˈkurastɔs] ΕΠΊΘ

αμοίραστ|ος <-η, -ο> [aˈmirastɔs] ΕΠΊΘ

απερίφραστ|ος <-η, -ο> [apɛˈrifrastɔs] ΕΠΊΘ (άρνηση, απάντηση)

αμετάφραστ|ος <-η, -ο> [amɛˈtafrastɔs] ΕΠΊΘ

1. αμετάφραστος (που δε μεταφράστηκε):

2. αμετάφραστος (που δε μεταφράζεται):

αγοραστ|ός <-ή, -ό> [aɣɔrasˈtɔs] ΕΠΊΘ

ανέκφραστ|ος <-η, -ο> [aˈnɛkfrastɔs] ΕΠΊΘ

1. ανέκφραστος (χαρά):

2. ανέκφραστος (χωρίς έκφραση: πρόσωπο):

ευθραυστότητα [ɛfθrafˈstɔtita] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский