Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εκσκαφή , εκκολάπτω , υποσκάπτω και εκσκαφέας

εκσκαφή [ɛkskaˈfi] SUBST θηλ

εκσκαφέας [ɛkskaˈfɛas] SUBST αρσ

υπ|οσκάπτω <-έσκαψα, -οσκάφτηκα, -οσκαμμένος> [ipɔˈskaptɔ] VERB μεταβ

εκκολά|πτω <-ψα, -φτηκα> [ɛkɔˈlaptɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский