Ελληνικά » Γερμανικά

διδακτέ|ος <-α, -ο> [ðiðakˈtɛɔs] ΕΠΊΘ

αδίδακτ|ος [aˈðiðaktɔs], αδίδαχτ|ος [aˈðiðaxtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. αδίδακτος (άνθρωπος):

2. αδίδακτος (κείμενο: στο σχολείο):

διδακτορία [ðiðaktɔˈria] SUBST θηλ

διδακτικ|ός [ðiðaktiˈkɔs], διδαχτικ|ός [ðiðaxtiˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

διδακτική [ðiðaktiˈci] SUBST θηλ

δίπρακτ|ος <-η, -ο> [ˈðipraktɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский