Ελληνικά » Γερμανικά

εισβολέας [izvɔˈlɛas] SUBST αρσ

εμβολιασμός [ɛɱvɔʎazˈmɔs] SUBST αρσ

1. εμβολιασμός ΙΑΤΡ:

Impfung θηλ
Impfschaden αρσ

2. εμβολιασμός ΒΟΤ:

Pfropfung θηλ

εμβολί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛɱvɔˈlizɔ] VERB μεταβ ΝΑΥΣ

εντολέας [ɛndɔˈlɛas] SUBST mf

Auftraggeber(in) αρσ (θηλ)

εμβολή [ɛɱvɔˈli] SUBST θηλ

1. εμβολή ΙΑΤΡ:

Embolie θηλ
Lungenembolie θηλ

2. εμβολή ΝΑΥΣ:

Rammen ουδ

εμβολισμός [ɛɱvɔlizˈmɔs] SUBST αρσ

1. εμβολισμός ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

Kolbenschlag αρσ

2. εμβολισμός ΝΑΥΣ:

Rammen ουδ

εμβόλιμ|ος <-η, -ο> [ɛɱˈvɔlimɔs] ΕΠΊΘ

εμβο|λιάζω <-λίασα, -λιάστηκα, -λιασμένος> [ɛɱvɔˈʎazɔ] VERB μεταβ

2. εμβολιάζω ΒΟΤ:

αναβολέας [anavɔˈlɛas] SUBST αρσ ΑΝΑΤ

διαβολέας [ðiavɔˈlɛas] SUBST mf

Verleumder(in) αρσ (θηλ)

υποβολέας [ipɔvɔˈlɛas] SUBST αρσ ΘΈΑΤ

προβολέας [prɔvɔˈlɛas] SUBST αρσ

1. προβολέας (λάμπα):

Scheinwerfer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский