Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για θαυμασμός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θαυμασμός [θavmazˈmɔs] SUBST αρσ

1. θαυμασμός (εκτίμηση):

θαυμασμός
Bewunderung θηλ

2. θαυμασμός (έκπληξη):

θαυμασμός
Verwunderung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский