Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για τρελαίνω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τρελ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [trɛˈlɛnɔ] VERB μεταβ

II . τρελαίνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. τρελαίνομαι (παραφρονώ):

2. τρελαίνομαι (με τραβάει κάτι εξαιρετικά):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский