Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εκθέτω , εκθειάζω , ξεκόβω , εκθαμβωτικός , θάβω , έκθαμβος , σκάβω και ξεθάβω

εκθέτω <έκθεσα [ή εξέθεσα], εκτέθηκα, εκθεμένος [ή εκτεθειμένος] > [ɛkˈθɛtɔ] VERB μεταβ

1. εκθέτω (σε έκθεση):

3. εκθέτω (κάνω έκθεση, αφηγούμαι):

4. εκθέτω (εξηγώ, δηλώνω):

ξεθά|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ksɛˈθavɔ] VERB μεταβ και μτφ (κάποια ιστορία)

σκά|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ˈskavɔ] VERB μεταβ

έκθαμβ|ος <-η, -ο> [ˈɛkθaɱvɔs] ΕΠΊΘ

θά|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ˈθavɔ] VERB μεταβ

2. θάβω (θησαυρό):

3. θάβω μτφ οικ (κακολογώ):

klatschen über +αιτ

εκθαμβωτικ|ός <-ή, -ό> [ɛkθaɱvɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ και μτφ

I . ξεκό|βω <-ψα, -πηκα, -μμένος> [ksɛˈkɔvɔ] VERB μεταβ

1. ξεκόβω (αποτρέπω, απομακρύνω):

2. ξεκόβω (λέω απερίφραστα):

II . ξεκό|βω <-ψα, -πηκα, -μμένος> [ksɛˈkɔvɔ] VERB αμετάβ

1. ξεκόβω (απομακρύνομαι):

2. ξεκόβω (από κακή συνήθεια):

εκθειά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛkθiˈazɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский