στο λεξικό PONS
I. αποστρ|έφω <-εψα, -άφηκα, -αμμένος> [apɔˈstrɛfɔ] VERB μεταβ (πρόσωπο, βλέμμα)
- αποστρέφω
-
II. αποστρ|έφω <-εψα, -άφηκα, -αμμένος> [apɔˈstrɛfɔ] VERB αποθ ρήμα μεταβ
-
- verabscheuen etw/jdn
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.