Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για θρασύτατος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θρασύτητα [θraˈsitita] SUBST θηλ

ασύστατ|ος <-η, -ο> [aˈsistatɔs] ΕΠΊΘ

1. ασύστατος (χωρίς συστάσεις):

2. ασύστατος (αβάσιμος):

εσώτατ|ος <-η, -ο> [ɛˈsɔtatɔs] ΕΠΊΘ

ανάστατ|ος <-η, -ο> [aˈnastatɔs] ΕΠΊΘ

1. ανάστατος (πολύ ακατάστατος):

2. ανάστατος (άτομο: ταραγμένος):

3. ανάστατος (πλήθος: ταραγμένο):

κατώτατ|ος <-η, -ο> [kaˈtɔtatɔs] ΕΠΊΘ

1. κατώτατος (ο πιο κάτω: σε στοίβα κτλ):

unterste(r, s)

2. κατώτατος (χαμηλότερος: τιμή κτλ):

niedrigste(r, s).

αρτισύστατ|ος <-η, -ο> [artiˈsistatɔs] ΕΠΊΘ (ίδρυμα, οργανισμός)

ακατάστατ|ος <-η, -ο> [akaˈtastatɔs] ΕΠΊΘ

1. ακατάστατος (δωμάτιο):

2. ακατάστατος (ζωή):

3. ακατάστατος (καιρός):

νεοσύστατ|ος <-η, -ο> [nɛɔˈsistatɔs] ΕΠΊΘ

φίλτατ|ος <-η, -ο> [ˈfiltatɔs] ΕΠΊΘ

υποστατ|ός <-ή, -ό> [ipɔstaˈtɔs] ΕΠΊΘ

υπέρτατ|ος <-η, -ο> [iˈpɛrtatɔs] ΕΠΊΘ

λογιότατ|ος (-η) [lɔjiˈɔtat|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Υψηλότατος (Υψηλοτάτη) [ipsiˈlɔtatɔs, ipsilɔˈtati] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ευκατάστατ|ος <-η, -ο> [ɛfkaˈtastatɔs] ΕΠΊΘ

θρασ|ύς <-εία, -ύ> [θraˈsis] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский