Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για βέλος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βέλος [ˈvɛlɔs] SUBST ουδ

1. βέλος:

βέλος
Pfeil αρσ

2. βέλος ΑΣΤΡΟΝ:

Pfeil αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με βέλος

Pfeil αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский