στο λεξικό PONS
αγώνας [aˈɣɔnas] SUBST αρσ
1. αγώνας (γενικά):
2. αγώνας (μάχη):
- αγώνας
- Schlacht θηλ
3. αγώνας (αθλητικός: γενικά):
- αγώνας
- Wettkampf αρσ
- αυτοκινητιστικός αγώνας, αγώνας αυτοκινήτων
- Autorennen ουδ
- αγώνας μοτοσυκλέτας
- Motorradrennen ουδ
- ποδηλατικός αγώνας
- Radrennen ουδ
- δικαστικός αγώνας
- Rechtsstreit αρσ
4. αγώνας ΑΘΛ (ματς):
- αγώνας
- Spiel ουδ
- απλός/διπλός αγώνας (στο μπάντμιντον)
-
- ποδοσφαιρικός αγώνας
- Fußballspiel ουδ
- προημιτελικός αγώνας
-
- προημιτελικός αγώνας
- Viertelfinale ουδ
- ημιτελικός αγώνας
- Halbfinalspiel ουδ
- ημιτελικός αγώνας
- Halbfinale ουδ
- τελικός αγώνας
- Finalspiel ουδ
5. αγώνας (φασαρία, αναστάτωση):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- αυτοκινητιστικός αγώνας, αγώνας αυτοκινήτων
- Autorennen ουδ
- Klassenkampf αρσ
- αγώνας αρσ μπαράζ ΑΘΛ
- κωπηλατικός αγώνας
- Wettrudern ουδ
- προκριματικός αγώνας