Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για βόδι στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βόδι [ˈvɔði] SUBST ουδ

1. βόδι (ζώο):

βόδι
Rind ουδ

2. βόδι μτφ (άνθρωπος βραδύνους, κουτός και αγροίκος):

βόδι
Hornochse αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με βόδι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский