Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για γνήσιος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γνήσι|ος <-α, -ο> [ˈɣnisiɔs] ΕΠΊΘ

1. γνήσιος (αληθινός):

γνήσιος

2. γνήσιος (ανόθευτος):

γνήσιος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский