Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σπινθηρηστής , περίβολος , πρόβολος , σπινθηρίζω , σπινθήρας και σπινθηρογράφημα

σπινθηρηστής [spinθirisˈtis] SUBST αρσ (μπουζί)

σπινθήρας [spinˈθiras] SUBST αρσ

σπινθηρί|ζω <-σα> [spinθiˈrizɔ] VERB αμετάβ

1. σπινθηρίζω (βγάζω σπίθες):

2. σπινθηρίζω (λάμπω, γυαλίζω):

πρόβολος [ˈprɔvɔlɔs] SUBST αρσ

1. πρόβολος (αρχαίου ναού):

Modillon αρσ

2. πρόβολος ΝΑΥΣ:

Bugspriet αρσ

3. πρόβολος ΑΕΡΟ:

περίβολος [pɛˈrivɔlɔs] SUBST αρσ

1. περίβολος (φράχτης):

Zaun αρσ

2. περίβολος (τοίχος):

Mauer θηλ

σπινθηρογράφημα SUBST

Καταχώριση χρήστη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский