Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εξατμίζω , εξανεμίζω , εξατομικεύω , εκστομίζω , εξατάξιος και εξάτμιση

I . εξατμί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksatˈmizɔ] VERB μεταβ

II . εξατμίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

I . εξανεμί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksanɛˈmizɔ] VERB μεταβ μτφ (σπαταλώ)

εξατομικεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [ɛksatɔmiˈcɛvɔ] VERB μεταβ

εξάτμισ|η <-εις> [ɛˈksatmisi] SUBST θηλ

1. εξάτμιση (υγρού):

Verdampfen ουδ
Verdunstung θηλ

2. εξάτμιση (αυτοκινήτου):

Auspuff αρσ
Auspuffanlage θηλ

3. εξάτμιση (τελευταία φάση κύκλου βενζινομηχανής):

Ausstoß αρσ

εξατάξι|ος <-α, -ο> [ɛksaˈtaksiɔs] ΕΠΊΘ

εκστομί|ζω <-σα> [ɛkstɔˈmizɔ] VERB μεταβ

1. εκστομίζω (λέξη):

2. εκστομίζω (βρισιά):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский