στο λεξικό PONS
I. δι|ακρίνω <-άκρινα [ή -έκρινα], -ακρίθηκα, -ακεκριμένος> [ðiaˈkrinɔ] VERB μεταβ
1. διακρίνω (ξεχωρίζω):
- διακρίνω
-
2. διακρίνω (αναγνωρίζω με τις αισθήσεις):
- διακρίνω
-
II. διακρίνομαι VERB αυτοπ ρήμα
1. διακρίνομαι (διαπρέπω):
2. διακρίνομαι (χαρακτηρίζομαι):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.