Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σιντριβάνι , συντριβή , συντρίμμι και συντρίβω

σιντριβάνι [sindriˈvani] SUBST ουδ

συντριβή [sindriˈvi] SUBST θηλ

1. συντριβή (θρυμμάτισμα):

2. συντριβή (ήττα):

Niederlage θηλ

3. συντριβή (θλίψη):

Zerknirschung θηλ

I . συντρί|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [sinˈdrivɔ] VERB μεταβ

1. συντρίβω (θρυμματίζω):

2. συντρίβω (καταλυπώ):

3. συντρίβω (εχθρό, ελπίδες):

II . συντρίβομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. συντρίβομαι (αντικείμενο, αεροπλάνο):

2. συντρίβομαι (για εχθρό, ελπίδες):

συντρίμμι [sinˈdrimi], σύντριμμα [ˈsindrima] SUBST ουδ

1. συντρίμμι (θραύσμα):

Bruchstück ουδ

2. συντρίμμι (γυαλιού, πορσελάνης, πηλού):

Scherbe θηλ

3. συντρίμμι μτφ (ψυχικό ερείπιο):

Wrack ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский