στο λεξικό PONS
I. εξευτελί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksɛftɛˈlizɔ] VERB μεταβ
1. εξευτελίζω (ταπεινώνω):
- εξευτελίζω
-
2. εξευτελίζω (ντροπιάζω, αφαιρώ την αξιοπρέπεια):
- εξευτελίζω
-
3. εξευτελίζω (τιμή, αξία):
- εξευτελίζω
-
II. εξευτελίζομαι VERB αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.