Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: γοητευτικός , απογοητευτικός , γοητεία και θρησκευτικά

γοητευτικ|ός <-ή, -ό> [ɣɔitɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

απογοητευτικ|ός <-ή, -ό> [apɔɣɔitɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

γοητεία [ɣɔiˈtia] SUBST θηλ

1. γοητεία (ιδιότητα του γόητα):

Charme αρσ

2. γοητεία (μάγεμα):

Zauber αρσ

θρησκευτικά [θriscɛftiˈka] SUBST ουδ πλ ΣΧΟΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский