Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για κοπριά στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοπριά [kɔpriˈa] SUBST θηλ

1. κοπριά (περιττώματα):

κοπριά
Mist αρσ

2. κοπριά (λίπασμα):

κοπριά
Dünger αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κοπριά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский