στο λεξικό PONS
I. τρώ(γ)ω <έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος> [ˈtrɔ(ɣ)ɔ] VERB μεταβ
1. τρώ(γ)ω (τροφή):
4. τρώ(γ)ω (καταναλώνω, εξαντλώ):
5. τρώ(γ)ω (ξοδεύω, χαραμίζω):
6. τρώ(γ)ω (κοστίζω):
II. τρώγομαι VERB αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.