Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ανισόρροπος , ανισότροπος και ανισορροπία

ανισόρροπ|ος <-η, -ο> [aniˈsɔrɔpɔs] ΕΠΊΘ

1. ανισόρροπος (μη ισορροπημένος):

2. ανισόρροπος (ασταθής):

3. ανισόρροπος (ψυχικά):

4. ανισόρροπος (διανοητικά):

ανισορροπία [anisɔrɔˈpia] SUBST θηλ

1. ανισορροπία (αστάθεια, και ψυχική):

Labilität θηλ

2. ανισορροπία (διανοητική):

ανισότροπ|ος <-η, -ο> [aniˈsɔtrɔpɔs] ΕΠΊΘ ΦΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский