Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για τρικλίζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρικλί|ζω <-σα> [triˈklizɔ] VERB αμετάβ

τρικλίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский