Ελληνικά » Γερμανικά

αναφ|αίνομαι <-άνηκα> [anaˈfɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. αναφαίνομαι (ελπίδα):

2. αναφαίνομαι (δυσκολίες):

αναλογί|ζομαι <-στηκα, -ισμένος> [analɔˈjizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. αναλογίζομαι (λαβαίνω υπόψη):

2. αναλογίζομαι (σκέφτομαι):

3. αναλογίζομαι (θυμάμαι):

αναμιγνύω

αναμιγνύω s. αναμειγνύω

Βλέπε και: αναμ(ε)ιγνύω

αναμ|(ε)ιγνύω <-(ε)ιξα, -(ε)ίχτηκα, -(ε)ιμένος> [anamiɣˈniɔ] VERB μεταβ

1. αναμ(ε)ιγνύω (ανακατώνω):

2. αναμ(ε)ιγνύω μτφ (εμπλέκω):

verwickeln in +αιτ

αναδύ|ομαι <-θηκα> [anaˈðiɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

αναφύομαι <ανεφύην> [anaˈfiɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα (πρόβλημα)

ανακάθ|ομαι <-ισα, -ισμένος> [anaˈkaθɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский