στο λεξικό PONS
χαρτί [xarˈti] SUBST ουδ
1. χαρτί (ύλη για γράψιμο):
- χαρτί
- Papier ουδ
- χαρτί αλληλογραφίας
- Briefpapier ουδ
- αυτοκόλλητο χαρτί
- Haftpapier ουδ
- χαρτί γραφομηχανής
-
- χαρτί κουζίνας
- Küchenpapier ουδ
- χαρτί μιλιμετρέ
- Millimeterpapier ουδ
- οζονοσκοπικό χαρτί
- Ozonpapier ουδ
- πεπιεσμένο χαρτί
- Pappmaché ουδ
- πεπιεσμένο χαρτί
- Papiermaché ουδ
- πεχαμετρικό χαρτί
- Reagenzpapier ουδ
- πεχαμετρικό χαρτί
- Indikatorpapier ουδ
- χαρτί plotter
- Plotterpapier ουδ
- χαρτί σατινέ
-
- χαρτί υγείας
- Toilettenpapier ουδ
2. χαρτί (έγγραφο):
4. χαρτί ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- χαρτί ουδ αλληλογραφίας
- Briefpapier ουδ
- χαρτί ουδ σατινέ
- χαρτί ουδ ηλιοτροπίου
- Lackmuspapier ουδ
- πεπιεσμένο χαρτί
- Pappmaché ουδ
- χαρτί σατινέ